γκαζόν — το χλόη η οποία χρησιμοποιείται για τη διακόσμηση κήπου ή για να κάνει μαλακότερο τον αγωνιστικό χώρο σε γήπεδο ποδοσφαίρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. gazon < (φραγκ.) *waso (πρβλ. γερμ. Wasen)] … Dictionary of Greek
οφιοπώγωνας — (ο. ο ιαπωνικός). Φυτό της οικογένειας των Λειριιδών ή Λιλιιδών (μονοκοτυλήδονα), αυτοφυές στην Ιαπωνία, βόρεια Κίνα και Κορέα. Πολύχρονη πόα, ριζωματώδης, με ρίζες ινώδεις και φύλλα στενά, γραμμοειδή, παράρριζα, που θυμίζουν τα φύλλα του γκαζόν … Dictionary of Greek
κρίκετ — (cricket). Αθλητικό ομαδικό παιχνίδι στο οποίο χρησιμοποιείται μία μπάλα και ξύλινα ρόπαλα. Το κ. προέρχεται από την Αγγλία, όπου ήταν γνωστό από τον Μεσαίωνα. Τον 18o αι. έγιναν οι πρώτοι επίσημοι αγώνες κ. ανάμεσα στους συλλόγους κ., με… … Dictionary of Greek
πελούζ — και πελούζα, η 1. κομμάτι γης σκεπασμένο με πυκνή και χαμηλή χλόη, γκαζόν 2. (στον ιππόδρομο) το τμήμα τής κερκίδας που φιλοξενεί τους θεατές οι οποίοι έχουν εισιτήριο β θέσης. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pelouse < λατ. pilosus «τριχώδης»] … Dictionary of Greek
χλοοτάπητας — ο, Ν βοτ. χλόη, δηλαδή πυκνή ποώδης χαμηλή βλάστηση, που χρησιμοποιείται για τον καλλωπισμό κήπων, πάρκων και άλλων χώρων ή ως ασφαλιστικός τάπητας γηπέδων για την προστασία τών παικτών κατά τις πτώσεις, αλλ. χλωροτάπητας ή χορτοτάπητας, κν.… … Dictionary of Greek
χλόη — Oνομασία 3 οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 630 μ.) του νομού Καστοριάς. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Καστοριάς. 2. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 120 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Βελεστίνου. 3.… … Dictionary of Greek
αγρωστώδη ή αγρωστίδες ή γραμινίδες — Οικογένεια μονοκοτυλήδονων φυτών που αφθονούν σχεδόν σε όλες τις περιοχές της Γης και γενικά συναντώνται σε υψηλό ποσοστό σε όλους τους ποώδεις σχηματισμούς. Υπάρχουν όμως μερικά γένη των θερμών χωρών που φτάνουν σε μέγεθος θάμνου ή δέντρου (π.χ … Dictionary of Greek
αίρα ή είρα — Φυτό της οικογένειας των αγρωστωδών, κοινότατο ζιζάνιο σε όλη την Ελλάδα, ιδίως του σιταριού και του κριθαριού. Η επιστημονική του ονομασία είναι λόλιο το μεθυστικό. Τα σπέρματά του περιέχουν μια τοξική ουσία, που οφείλεται σε συμβίωση με το… … Dictionary of Greek
ράγκμπι — (rugby). Άθλημα που παίζεται με ελλειψοειδή μπάλα και στο οποίο παίρνουν μέρος δυο αντίπαλες ομάδες. Κάθε ομάδα αποτελείται από δεκαπέντε παίκτες, οι οποίοι προσπαθούν με λάκτισμα ή ελιγμούς να στείλουν την μπάλα στο τέρμα της αντίπαλης ομάδας… … Dictionary of Greek
γρασίδι — το χλωρό χαμηλό χορτάρι, γκαζόν: Κυλιόταν όλη μέρα στο γρασίδι και λέρωσε τα ρούχα της … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)